- δαιδάλειος
- -α, -ο (Α δαιδάλειος, -α, -ον) [Δαίδαλος]1. αυτός που ανήκει, αρμόζει ή αναφέρεται στον Δαίδαλονεοελλ.1. δαιδαλώδης, λαβυρινθώδης2. το ουδ. ως ουσ. συσκευή που επινοήθηκε από τον Δαίδαλο και με την οποία πετυχαίνονταν οπτικές απάτες όμοιες με αυτές τών σημερινών στροβοσκοπίων.
Dictionary of Greek. 2013.